Το παραμύθι της Μαρίας Ασπριώτη
“Ο Καλικάντζαρος και το Μαγικό Φίλτρο“
παρουσιάστηκε από την δημιουργό
στις 02-01-2022
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε κάπου, κρυμμένος ανάμεσά μας ένας καλικάντζαρος, ονόματι Καντζούρης.
Ήταν άσχημος, με μεγάλα αυτιά που εξείχαν, μύτη χοντρή και μάτια κρυμμένα στις κόγχες, θαρρείς για να μην προδίδεται από τη ματιά του και να κρύβει καλά τις σκέψεις του. Το σώμα του ήταν δύσμορφο και μάλλον δύσκολο να περιγραφεί.
Αλλά κι ο χαρακτήρας του δεν διέφερε απ’ όσα μας είναι γνωστά για τους καλικάντζαρους: ήταν πονηρός, μοχθηρός, κακόβουλος και του άρεσε να περνά τη μέρα του με το να σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει για να βλάψει τους ανθρώπους. Γιατί η ύπαρξη τους τον εκνεύριζε. Ολόκληρος ο κόσμος είχε γεμίσει από δαύτους! Κι επειδή ήταν πολλοί νόμιζαν πως μπορούσαν να κάνουν ότι θέλουν, όποτε κι όπως το θέλουν. Δεν ήταν λοιπόν παρά δίκαιο να τους κάνει κι αυτός με τη σειρά του τη ζωή δύσκολη όπως κι όπου μπορούσε!
Μια ωραία μέρα, παραήταν ωραία, κι ήταν λες κι είχε βγει όλο το ανθρώπινο γένος έξω, και όλοι τους φαίνονταν να περνάνε καλά, ο καλικάντζαρος βλέποντας αυτόν τον κατακλυσμό ολούθε γύρω του, γρύλισε κι αποφάσισε να αποτραβηχτεί για να… διαλογιστεί και να ηρεμήσει!
Μπήκε λοιπόν στο σπίτι του, που δε διέφερε από αυτά των ανθρώπων. Απ΄έξω. Γιατί από μέσα είχε ένα σωρό μυστικά δωμάτια με περίεργο εξοπλισμό.
Ο Καντζούρης λοιπόν θεωρούσε πως οι άνθρωποι με τον υπερπληθυσμό τους είχαν στερήσει στο δικό του γένος ζωτικό χώρο ύπαρξης. Οπότε σκεφτόταν κι ονειρευόταν τι ωραία που θα ήταν ένας κόσμος απαλλαγμένος από ανθρώπους! Ένας κόσμος γεμάτος καλικάντζαρους! Κι έτσι είχε βάλει σκοπό της ζωής του να ξεκάνει το ανθρώπινο γένος! Θεωρούσε όμως πως το αιώνιο σχέδιο των καλικάντζαρων, το να θέλουν δηλ. να κόψουν το Δέντρο της Ζωής που στηρίζει όλη την ανθρωπότητα, ήταν παιδαριώδες. Εξάλλου αν ήταν καλό θα είχε αποδώσει εδώ και χιλιετίες. Ο Καντζούρης δεν ήταν κουτός. Ήταν ευφυής καλικάντζαρος! Κι είχε άλλα σχέδια: Αφού το Δέντρο της Ζωής δεν μπορούσε να κοπεί, είχε σκοπό να το εξαφανίσει σιγά σιγά. Έτσι ώστε να μην μπορούν οι άνθρωποι να αντιδράσουν μια και δε θα φαινόταν απότομα καμία αλλαγή. Κι ακόμα κι αν κάποια στιγμή έπαιρναν χαμπάρι πως κάτι κακό γινόταν θα ήταν πλέον πολύ αργά! Τι θρίαμβος!
Γι΄αυτά του τα σχέδια μελετούσε απόκρυφα κείμενα κι είχε αρχίσει να εξοπλίζει το σπιτικό του με λογής λογής υλικά, δοχεία, φιάλες γεμάτες πολύχρωμα υγρά, ζυγαριές, μηχανές κι άλλα πολλά που δεν είμαι σε θέση να απαριθμήσω.
Σκοπός του ήταν να εφεύρει μια συνταγή για ένα μοναδικό, μαγικό φίλτρο το οποίο θα μπορούσε να διεισδύσει βαθιά στις ρίζες του Δέντρου και να τις κάψει σταδιακά και χωρίς να μπορεί να ανακάμψει προκαλώντας αιώνιο θάνατο σε οτιδήποτε έμψυχο πλάσμα πάνω στη γη.
Εκείνη λοιπόν τη μέρα που όλοι ήταν έξω, ο Καντζούρης ρίχνοντας το στη μελέτη ανακάλυψε μια αρχαία συνταγή που με λίγες βελτιώσεις από μέρους του θα μπορούσε να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ρίχτηκε τότε σε ακόμα βαθύτερη μελέτη και μετά γεμάτος ζήλο στα πειράματα. Αν μπορούσαμε να τον δούμε θα βλέπαμε ένα καλικάντζαρο να τρέχει πάνω κάτω ανακατεύοντας και φιλτράροντας διάφορες ουσίες οι οποίες ανέδυαν μια φοβερή δυσωδία. Η οποία ωστόσο δε φαινόταν διόλου να ενοχλεί τον ίδιο, που έδειχνε μάλιστα πολύ χαρούμενος.
Εκείνη την ώρα στο παράθυρο του σπιτιού του κάθισαν να ξαποστάσουν δυο σπουργιτάκια.
Μυρίζοντας όμως αυτή τη δυσωδία κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ξαφνιασμένα κι απορημένα. “Μα τι κάνει αυτό το πλάσμα?” φάνηκαν να λένε το ένα στο άλλο. Και μια και ήταν λίγο περίεργα αποφάσισαν να πετάξουν λίγο πιο μέσα στο σπίτι μήπως και καταλάβουν τι μαγείρευε ο καλικάντζαρος. Αυτός όμως με το που αντιλήφθηκε την παρουσία τους πήρε ένα μεγάλο σκουπόξυλο κι άρχισε να τα κυνηγάει. Βλέποντας τον κίνδυνο τα πουλάκια πέταξαν κι έφυγαν, κι ο καλικάντζαρος έκλεισε μανιασμένος το παράθυρο φωνάζοντας τους “’Ουξου, πτηνά, και μη σας ξαναδώ εδώ μέσα!”
Τα σπουργίτια έφυγαν, αλλά είχαν δει τι γινόταν στην κουζίνα του. Είχαν προσέξει την τεράστια χύτρα με το πηχτό ζουμί που κόχλαζε αναδύοντας αυτήν τη φρικτή δυσωδία. Οπότε “μυρίστηκαν” πως κάτι κακό ετοίμαζε ο Καντζούρης. Έτσι κι αλλιώς δεν τον είχαν και σε υπόληψη. Όπου έβλεπε πτηνό ή ζώο το κλώτσαγε ή το κυνηγούσε. Οπότε όλα τους τον απέφευγαν. Εκτός από κάποια που ήταν καπάτσα κι επιτήδεια, κι εδώ που τα λέμε κι αρκετά περίεργα!
Τα σπουργίτια πήγαν λοιπόν προσεκτικά και ξανακάθησαν στο περβάζι του παραθύρου και για λίγο τον παρατηρούσαν, έτσι όπως χοροπήδαγε από δω κι από κει κι όλο κι έριχνε κι άλλες σκόνες κι άλλα ζουμιά στη χύτρα. Και μετά… Μετά τον είδαν να παίρνει μια μεγάλη κουτάλα κι αρχίζοντας να ανακατεύει το ζουμί το κοίταγε κι έλεγε… μα τι έλεγε? Ξόρκια? Τα δυο σπουργίτια πλησίασαν όσο πιο κοντά μπορούσαν στο τζάμι και τον άκουσαν να λέει αυτά τα λόγια:
“Εγώ ο Καντζούρης, ο τρομερός καλικάντζαρος, καταριέμαι όλη την ανθρωπότητα! Να είναι η ζωή τους μαύρη, έρημη και μέσα στην απελπισία! Και κυρίως μέσα στην άγνοια! Τους καταριέμαι να μην είναι σε θέση να καταλάβουν τι κάνει τη ζωή τους μαύρη σαν την πίσσα, ξερή σαν την έρημο κι ανταριασμένη. Ρίχνω μέσα στο μαγικό μου φίλτρο εγωισμό! Και μαζί μ΄αυτόν φθόνο, θυμό, δυσαρέσκεια, κι απληστία! Για να μην είναι ποτέ σε θέση να χαρούν με ό,τι κοπιάσουν να αποκτήσουν! Κι ο εγωισμός κι η απληστία θα τους κάνουν να θέλουν ακόμα περισσότερα και να είναι έτοιμοι να σπείρουν τον όλεθρο γύρω τους ώστε να τα αποκτήσουν! Τίποτα καλό δε θα μείνει στις ψυχές τους που θα ξεραίνονται μέρα τη μέρα ακόμα περισσότερο. Κι απεγνωσμένα θα ψάχνουν να βρουν γαλήνη κι ευτυχία, ενώ ο εγωισμός θα τους κατασπαράζει, ο θυμός θα ξεκάνει οποιαδήποτε στάλα συνείδησης θα τους έχει απομείνει, κι η απληστία θα τους υπαγορεύει το επόμενο καταστροφικό τους βήμα. Όλεθρος! Θάνατος στις αιώνιες ψυχές των ανθρώπων! Γιατί η αιωνιότητα τους θα μετατραπεί σε κόλαση χάρη σ΄αυτό μου το φίλτρο! Χαχαχα!”
Μετά έβγαλε ένα θριαμβευτικό βρυχηθμό και άρχισε να χοροπηδάει γύρω από τη χύτρα.
Τα σπουργίτια άρχισαν να τρέμουν από το φόβο τους, χωρίς να μπορούν να κουνηθούν. Τον είδαν μετά να παίρνει μια φιάλη και να τη γεμίζει με το απαίσιο ζουμί της χύτρας. Μετά, να βγαίνει έξω και να ρίχνει σταγόνες από αυτό σε κάτι ταπεινά λουλουδάκια. Το αποτέλεσμα ήταν άμεσο: τα λουλούδια όχι μόνο μαράθηκαν αλλά ξεράθηκαν στο πι και φι! Ο Καντζούρης γινόταν όλο και πιο χαρούμενος κι έβγαζε θριαμβευτικές κραυγές που όποιος κι αν τις άκουγε θα έκανε το αίμα του να παγώσει. Μετά πήγε σ΄ένα θάμνο κι έριξε κι εκεί λίγες σταγόνες. Το αποτέλεσμα κι εκεί ήταν άμεσο. Κατόπιν κοκορευόμενος κατευθύνθηκε προς το μοναδικό δέντρο που ήταν στον κήπο κι έχυσε κι εκεί στις ρίζες του λίγες σταγόνες.
Χαχαχα! Έκραξε γεμάτος περηφάνια και κράτησε ψηλά τη φιάλη με το υγρό σα για να τη θαυμάσει. “Να λοιπόν που ήρθε το τέλος του ανθρώπινου γένους κι ολόκληρου του Δέντρου της Ζωής! Εγώ, ο Καντζούρης, ανακάλυψα επιτέλους το μαγικό φίλτρο που θα τα ξεκάνει όλα! Χαχαχα! Ανθρωπάκια, κλάφτε! Ήρθε το τέλος σας και το τέλος του κόσμου! Ζήτω οι καλικάντζαροι! Ζήτω το βασίλειο των καλικαντζάρων! Χουα χαχα!
Βλέποντας τον Καντζούρη να χοροπηδάει και να κάνει σαν τρελός, βλέποντας το αποτέλεσμα που είχε το φίλτρο στον έτσι κι αλλιώς γεμάτο ξεραΐλα κι απεριποίητο κήπο του, και κυρίως γνωρίζοντας πλέον τις προθέσεις του τα σπουργίτια κατατρομαγμένα πέταξαν μακριά. Κι όταν λαχανιασμένα πια χρειάστηκε να ξαποστάσουν σ΄ένα κλαδί ακόμα έτρεμαν.
Τους πήρε ώρα να συνέλθουν από αυτό που μόλις είχαν δει. Μα ήταν δυνατόν, αναρωτήθηκαν. Ήταν δυνατόν αυτό το απαίσιο και βδελυρό πλάσμα να μπορεί να κάνει τέτοιο κακό? Ή ήταν απλά μια διεστραμμένη φαντασίωση του Καντζούρη? Είχαν όμως δει τι αποτέλεσμα είχε αυτό το υγρό στον κήπο.
“Πρέπει αμέσως να κάνουμε κάτι”, είπε το ένα σπουργιτάκι.
“Σαν τι?”, ρώτησε το άλλο, ακόμα φοβισμένο.
“Δεν ξέρω. Αλλά πρέπει να δράσουμε πριν προλάβει αυτός ο τρελός να χρησιμοποιήσει για τα καλά το φίλτρο του. Αυτός είναι σε θέση να τα κάψει και να τα ξεράνει όλα! Κι εμείς μετά πού θα ζούμε, τι θα τρώμε, τι θα απογίνουμε?
Τα σπουργίτια κοιτάχτηκαν ξανά και γεμάτα φόβο πέταξαν ακόμα μακρύτερα, κι όσο τους κρατούσαν τα μικρά τους φτεράκια.
Όταν έκατσαν πάλι να πάρουν ανάσα τα είδε έτσι τρομαγμένα ένα κοράκι. Τα κοράκια είναι ιδιαιτέρως παρατηρητικά, ξέρετε. Οπότε όταν είδε τα σπουργίτια σε αυτήν την κατάσταση του κίνησαν την απορία. Σιγά σιγά και πολύ προσεκτικά τα πλησίασε.
“Λοιπόν, τι τρέχει μ΄εσάς τα δυο?” ρώτησε και τα σπουργίτια τρόμαξαν βλέποντας ξαφνικά ένα κοράκι κοντά τους.
“Μη φοβάστε, δεν τρώω σπουργίτια!” τους είπε αυτό ψύχραιμα.
Αυτά ντράπηκαν, και θέλησαν να είναι ευγενικά μαζί του, αλλά το κοράκι που ήταν πολύ έξυπνο κατάλαβε πως κάτι σοβαρό συνέβη για να τρομάξουν τόσο. Κάτι που του έκρυβαν, χωρίς άλλο από φόβο. Πέταξε λοιπόν και κάθισε ακριβώς απέναντι τους σ’ ένα κλαδί, τα κοίταξε και είπε:
“Εσείς τα δυο κάτι μου κρύβετε. Αλλά μια και είναι προφανές πως κάτι σας τρόμαξε πάρα πολύ, δε σας παρεξηγώ. Σας δίνω όμως μια συμβουλή: Μιλάτε!”
Και τα σπουργίτια του διηγήθηκαν όλα όσα είχαν δει κι ακούσει.
Το κοράκι για λίγο παρέμεινε σκεφτικό και μετά είπε: “ Το θέμα είναι σοβαρό. Πολύ σοβαρό. Πρέπει να δράσουμε άμεσα!”
“Εμείς?” Αναρωτήθηκαν τα σπουργίτια. “Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς?”
“Οι τρεις μας τίποτα, είπε το κοράκι, αλλά ξέρω κάποιον που θα μπορούσε να μας συμβουλέψει. Είναι η κουκουβάγια. Αυτή σίγουρα θα ξέρει τι πρέπει να γίνει και πώς. Πάμε λοιπόν! Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.”
Κι έτσι πέταξαν όλοι μαζί να βρουν τη σοφή κουκουβάγια.
Τη βρήκαν να κάθεται και να αγναντεύει βυθισμένη σε σκέψεις. Δίχως άλλο, σκέφτηκαν τα σπουργίτια, έτσι κάνουν όλοι οι σοφοί. Κάθονται όλη μέρα και συλλογίζονται! Γεμάτα δέος κάθισαν παράμερα αφήνοντας το κοράκι να την πλησιάσει και να της μιλήσει πρώτο. Η κουκουβάγια το άκουσε πολύ προσεκτικά και μετά γύρισε προς το μέρος τους.
“Γεια σας φίλοι μου! Ώστε εσείς είδατε το Καντζούρη? Εκ μέρους όλων των ψυχών του κόσμου σας ευχαριστώ που ήρθατε! Μεγάλο κακό κρέμεται αυτή τη στιγμή πάνω από το κεφάλι κάθε ζωντανού πλάσματος. Το Δέντρο της Ζωής βλέπετε μας αντιπροσωπεύει όλους: ολόκληρο το ζωικό και φυσικό βασίλειο. Δηλαδή όλα όσα αυτός ο τρελός βάλθηκε να καταστρέψει. Το θέμα είναι σοβαρό. Πολύ σοβαρό.” είπε και βυθίστηκε ξανά σε σκέψεις, αυτή τη φορά γυρνώντας προς τον ήλιο που αχνόφεγγε ανάμεσα από τα σύννεφα.
Όσο περισσότερο την κοίταζαν τα σπουργίτια, τόσο περισσότερο τη θαύμαζαν. Έτσι όπως είχε γυρίσει προς τον ήλιο έμοιαζε να απορροφά φως από εκείνον, μέχρι που… ήταν δυνατόν? Άρχισε η ίδια να φέγγει κι ένα απαλό άσπρο φως την περιέβαλε!
Το κοράκι είχε κάτσει σ΄ένα κλαδί λίγο πιο πέρα και δεν έβγαζε άχνα, κι έτσι παρέμειναν όλοι τους σιωπηλοί μέχρι που η κουκουβάγια γύρισε προς το μέρος τους και είπε:
“Το θέμα αφορά όλους. Άρα όλοι μαζί πρέπει να δράσουμε.” Και προτού προλάβουν οι άλλοι να καταλάβουν τι σήμαιναν τα λόγια της πρόσθεσε: “Πάμε να βρούμε όλα τα πουλιά!” Και μαζί πέταξαν αφήνοντας πίσω τους μακριά τα φώτα της πόλης, κι ότι φτιαγμένο από ανθρώπου χέρι, ώσπου έφτασαν σ΄ένα δάσος. Κι όλη αυτή τη διαδρομή την έκαναν και τα σπουργίτια χωρίς καν να χρειαστεί να κάτσουν να ξεκουραστούν! Απλά ακολουθούσαν την κουκουβάγια κι ήταν σα να τα στήριζε ένα απαλό σύννεφο!
Όταν έφτασαν στο δάσος τα σπουργίτια πάλι αισθάνθηκαν δέος. Κι αν δεν ήταν μαζί με το κοράκι και την κουκουβάγια δε θα τολμούσαν ποτέ μόνα τους να πετάξουν εκεί μέσα. Ήταν σαν εκείνα τα δάση που μοιάζουν να έχουν βγει από παραμύθι, όπου τα δέντρα κρύβουν τον ουρανό όταν είσαι στη γη και τη γη όταν είσαι στον ουρανό. Όλα τα κλαδιά ήταν πλεγμένα μεταξύ τους θαρρείς για να μην επιτρέψουν σε κανέναν να εισχωρήσει στο βασίλειο τους. Κι επικρατούσε μια απόλυτη σιωπή. Το μόνο που ακουγόταν κάπου κάπου ήταν ένα ελαφρό θρόισμα των φύλλων σαν ψίθυρος όταν φυσούσε απαλά ο αέρας κι όλα τα δέντρα κι οι θάμνοι λικνίζονταν μαζί σα να χόρευαν έναν ομαδικό χορό.
Τα σπουργίτια κοιτούσαν από ψηλά έκθαμβα όταν ξαφνικά παρατήρησαν πως τα δέντρα από κάτω παραμέρισαν τα κλαδιά τους ανοίγοντας ένα πέρασμα, το οποίο έκλεισε μόλις οι τέσσερις τους πέταξαν μέσα στο δάσος. Κι όταν πήγε η κουκουβάγια να κάτσει σ΄ ένα δέντρο τους φάνηκε σαν αυτό να την καλωσόρισε! Κι εκεί που είχαν κάτσει όλα τους ξαφνικά ακούστηκαν φτερουγίσματα. Φτερουγίσματα και θόρυβος από κραξίματα, τιτιβίσματα, κακαρίσματα, κελαϊδίσματα. Λες κι όλα τα πουλιά είχαν έρθει να τους συναντήσουν. Κι αλήθεια! Ο ουρανός γέμισε απ΄όλα τα πετεινά του! Έκθαμβα τα σπουργίτια κοίταγαν. Όταν μαζεύτηκαν όλα τα πουλιά έπεσε σιωπή. Και μόνο ο αετός περήφανα καθισμένος ψηλά ψηλά είπε ”Μας φώναξες κι ήρθαμε!” Και πάλι τα σπουργίτια έμειναν να απορούν. Ποιος είχε φωνάξει όλα αυτά τα πουλιά και πότε πρόλαβαν να μαζευτούν όλα κι από τις τέσσερις γωνιές του πλανήτη? Κοίταξαν έκπληκτα το κοράκι, αλλά αυτό ατάραχο απλά τους έκλεισε με νόημα το μάτι.
Η κουκουβάγια πήρε το λόγο και με σταθερή φωνή εξέθεσε όσα της είχαν πει τα δυο σπουργίτια. Όταν τέλειωσε τη διήγηση της έπεσε σιωπή κι η ατμόσφαιρα πάγωσε. Και μετά άρχισαν τα πουλιά να μιλάνε όλα μαζί πάνω στην ταραχή τους. Ένα είπε: “Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς? Αυτό αφορά κυρίως τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι πρέπει να δράσουν άμεσα.”
Κι ένα άλλο είπε: “Και πώς θέλεις να ειδοποιήσεις τους ανθρώπους? Αυτοί μας έχουν ξεκάνει. Ούτε μας προσέχουν καν, εκτός απ΄ όταν μας βλέπουν στην πιατέλα με γαρνιτούρα!”
Κι ένα άλλο είπε: “Μα δεν ακούσατε τι είπε? Το θέμα αφορά όλους μας. Κι όχι μόνο τους ανθρώπους.”
“Σίγουρα”, είπε κάποιο άλλο “αφορά όλα τα ζώα, οπότε να το πούμε και στα ζώα. Το λιοντάρι που είναι ο βασιλιάς να μεριμνήσει!”
“Μα τι να κάνει το λιοντάρι? Αυτό αν βγει από τη ζούγκλα θα το σκοτώσουν.”
“ Ο λύκος” είπε κάποιο άλλο “είναι πιο κοντά στους ανθρώπους, ή η αρκούδα που είναι δυνατή να κάνει κάτι.”
Κι η κουκουβάγια τ΄ άκουγε όλα αυτά σκεπτική μέχρι που είπε: “ Φίλοι μου, όλες οι ιδέες σας είναι καλές, αλλά κανείς εκτός από μας δεν μπορεί να κάνει κάτι. Οι άνθρωποι δε μας ακούνε πια, δεν επικοινωνούνε μαζί μας, οπότε δε θα καταλάβουν ποτέ τι θέλουμε να τους πούμε. Εξάλλου είναι τόσοι πολλοί. Σε ποιον να πρωτοπάμε? Ούτε και τα ζώα μπορούν να κάνουν κάτι. Οι άνθρωποι με το που θα τα δουν κοντά τους θα τα σκοτώσουν. Εμείς, τα πουλιά, που πετάμε ελεύθερα όπου θέλουμε, μόνο εμείς μπορούμε να κάνουμε κάτι για να αποτρέψουμε τα σχέδια του Καντζούρη.”
“Μα πώς?” αναρωτήθηκαν όλα.
Κι η κουκουβάγια είπε: “Θα φτιάξουμε κι εμείς το δικό μας μαγικό φίλτρο, που θα εξουδετερώσει αυτό του Καντζούρη!”
Όλοι έμειναν να την κοιτούν με το ράμφος ανοιχτό!
“Εδώ σ΄ αυτό το μαγικό και παρθένο δάσος θα μαζέψουμε δροσοσταλίδες και θα τις εμποτίσουμε με όλες μας τις αρετές! Γιατί μόνο αυτές είναι σε θέση να εξουδετερώσουν τον εγωισμό, την απληστία, την αχαριστία, και όλα όσα αυτά φέρνουν μαζί τους. Ας βάλει λοιπόν ο καθένας μας ό,τι καλύτερο έχει. Εγώ δίνω τη σοφία και την εσωστρέφεια μου. Σας ακούω! Ποιος άλλος είναι έτοιμος να συμβάλλει στο μαγικό φίλτρο των αρετών?”
Κι είπε πρώτο το κοράκι: “Χαρίζω την επινοητικότητα και την απλότητα.”
Κι είπαν τα σπουργίτια: ”Εμείς βάζουμε την ταπεινότητα και την αίσθηση συντροφικότητας.”
Κι είπε μια όμορφη πάπια από ευγενικό σόι: “Θα ήθελα να συμβάλλω με ευγένεια και ήθος.”
Κι είπε το κολίμπρι: “Θα μου έδινε χαρά να μαζέψω τις δροσοσταλίδες, και να συμβάλλω με γλυκίτητα”
Κι είπε το αηδόνι: “Τη μελωδικότητα κι ικανότητα να τραγουδάς για το θαύμα της ζωής.”
Κι είπε η γαλαζοπαπαδίτσα: “Μα τι άλλο? Τη χαρά, τη χαρά, τη χαρά!”
Κι είπε ο δρυοκολάπτης: “Την αποφασιστικότητα και σταθερότητα.”
Κι είπε το παγόνι: “Αυτοσεβασμό κι αυτοπεποίθηση.”
Κι είπε ο παπαγάλος: “Την διαφορετικότητα κι αγάπη για ποικιλομορφία.”
Κι είπε ο αετός: “Την οξυδέρκεια κι αντοχή.”
Κι είπε ο πελαργός: “Τη στοργή και φροντίδα.”
Κι είπε ο κόκορας: “Το αίσθημα ευθύνης και την προστατευτικότητα.”
Κι είπε ο γλάρος: “Την αγάπη για ελευθερία και το θάρρος.”
Κι είπε κι ο κύκνος: “ Τη χάρη, και την εσωτερική ομορφιά.”
Κι όταν όλοι με τη σειρά είχαν πει με τι θα ήθελαν να συνδράμουν στο μαγικό φίλτρο των αρετών ακούστηκε κι ένα ολόλευκο περιστέρι να λέει: “Συγχωρήστε με που δε μίλησα ως τώρα. Έχετε όλοι σας τόσο καλές και πολλές αρετές που δεν ξέρω αν έμεινε κάτι για να συμβάλλω κι εγώ.”
“Το πιο σημαντικό που απομένει μπορείς να βάλεις εσύ.” είπε η κουκουβάγια. “Είναι η απόλυτη καθαρότητα κι αγνότητα σου. Αυτή συμπληρώνει το φίλτρο των αρετών.”
“Με χαρά”, είπε το περιστέρι. Κι εφόσον το επιθυμείτε μπορώ να πάω εγώ στον Καντζούρη και να εξουδετερώσω το φίλτρο του με το δικό μας. Κάποια από σας είναι πολύ μικρά, άλλα πολύ μεγάλα ή απλά δεν ανήκουν στην πόλη και πέφτουν εύκολα στην αντίληψη των ανθρώπων όπως και του Καντζούρη. Ένα περιστέρι όμως πάει παντού και δεν κινεί υποψίες. Αν λοιπόν είστε όλοι σύμφωνοι θα πάω εγώ.
Κι ο αετός υποκλίθηκε σε τόσο θάρρος, όπως κι όλα τα υπόλοιπα πουλιά. Κι αμέσως βάλθηκαν να ετοιμάζουν το δικό τους φίλτρο.
Το κολίμπρι μάζεψε δροσοσταλίδες και μετά ένα ένα πρόσθεταν τα “υλικά”. Όταν και το τελευταίο είχε συμβάλλει και το φίλτρο ήταν πλέον έτοιμο η κουκουβάγια το παρέδωσε στο περιστέρι τυλιγμένο σ΄ ενα πολύ μαλακό, φρέσκο φύλλο. Το περιστέρι το πήρε στο ράμφος του, κοίταξε όλα τα πουλιά γύρω του, έγνεψε με το κεφάλι και πέταξε ψηλά. Στον ουρανό έκανε ένα γύρω από πάνω τους, σα να ήθελε να τους αποχαιρετήσει κι έφυγε.
“Αυτό ήταν, είπε κάποιο. Αν αποτύχει θα το καταλάβουμε σύντομα. Γιατί ήδη φαίνεται πως ενεργεί το φίλτρο του Καντζούρη.”
Και τα πουλιά κοίταξαν τριγύρω έντρομα και συνειδητοποίησαν αυτό που για ώρα δεν είχαν παρατηρήσει έτσι όπως ήταν προσηλωμένα στο έργο τους. Τα δέντρα όλα όπως και το χορτάρι είχαν αρχίσει να ξεραίνονται! Όλα τρόμαξαν και κοίταξαν την κουκουβάγια. Μα αυτή θέλησε να τα καθησυχάσει λέγοντας τους: “ Ναι, το φίλτρο του Καντζούρη έχει αρχίσει να ενεργεί, μα το δικό μας, θα δείτε είναι πολύ πιο δυνατό γιατί όλοι μας έχουμε βάλει από κάτι. Μην ανησυχείτε φίλοι μου!”
Το περιστέρι εντωμεταξύ είχε φτάσει στον κήπο του Καντζούρη που είχε πλέον αξιοθρήνητη όψη. Τα πάντα είχαν ξεραθεί! Το περιστέρι τρόμαξε κάπως, αλλά γρήγορα θυμήθηκε το λόγο για τον οποίο είχε έρθει και ξαναβρήκε το θάρρος του. Έκατσε λίγο παραπέρα και βάλθηκε να παρατηρεί το σπίτι του καλικάντζαρου.
Ήταν μέσα άραγε? Και είχε μήπως αφήσει κάποιο παράθυρο ανοιχτό? Κοίταξε και βρήκε σ΄ένα παράθυρο μια χαραμάδα ανοιχτή οπότε πέταξε μέσα. Αλλά εδώ δε χρειαζόταν μόνο θάρρος, αλλά και μάσκα οξυγόνου! Όλο το σπίτι βρωμούσε φριχτά, το δίχως άλλο από το μαγικό φίλτρο που είχε φτιάξει ο καλικάντζαρος. Το περιστέρι προσπάθησε να κρατήσει την αναπνοή του και πετώντας στο σπίτι βρήκε το δωμάτιο με τη χύτρα. “Τι φρίκη”, σκέφτηκε και πέταξε πιο κοντά. Αλλά εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ο Καντζούρης! Και βλέποντας το περιστέρι κοντά στη χύτρα, ξαναπήρε το σκουπόξυλο κι άρχισε να το κυνηγάει. Αλλά αυτό άρχισε να πετάει τριγύρω και τον έκανε να τρέχει πάνω κάτω κυνηγώντας το. Και σε μια στιγμή όταν βρέθηκε ακριβώς πάνω από τη χύτρα, το περιστέρι άνοιξε το ράμφος κι άφησε να πέσει το φύλλο με τις δροσοσταλίδες εμποτισμένες με όλες τις αρετές!
Ο Καντζούρης βλέποντας το αυτό φρένιασε και χτύπησε με μανία το περιστέρι πετυχαίνοντας το στο ένα του φτερό. Αυτό όμως δε φάνηκε να έπαθε κάτι κι απλά πέταξε έξω από το παράθυρο. Αλλά… ενώ ο Καντζούρης το κοίταζε λαχανιασμένος που έφευγε… ένα πούπουλο από το φτερό του , κάτασπρο, καθάριο κι άσπιλο έπεσε κι αυτό στη χύτρα μαζί με το φύλλο με τις δροσοσταλίδες!
Το τι ακολούθησε δεν μπορείτε να το φανταστείτε. Με το που πέσαν μέσα στη χύτρα το φτερό και το φύλλο… το ζουμί άρχισε να φουσκώνει μέχρι που ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Η χύτρα τινάχτηκε, το σπίτι του Καντζούρη επίσης, και το μαγικό του φίλτρο απλά… εξανεμίστηκε! Όπως προφανώς κι ο ίδιος ο Καντζούρης! Το περιστέρι έμεινε να κοιτάει έκθαμβο λίγο πιο πέρα. Κι ενώ κοίταγε τα συντρίμμια του σπιτιού, πρόσεξε τη χύτρα που είχε καταλήξει καταμεσής στον κήπο.
Ήταν άδεια πλέον αλλά εκεί που πριν ήταν μαύρη, ξαφνικά άρχισε να πρασινίζει, λες και φύτρωναν φρέσκα βρύα πάνω της. Πολύ σιγά άρχισαν να ξεπροβάλλουν πάλι χορταράκια στον ξεραμένο κήπο, λίγο αργότερα λουλούδια και τέλος ζωντάνεψε και το μοναδικό δέντρο του κήπου πάλι! Ήταν προφανές: Το δικό τους φίλτρο είχε όχι μόνο εξουδετερώσει αυτό του καλικάντζαρου, αλλά είχε βοηθήσει στο να αναγεννηθούν όλα και να ξαναφέρει τη ζωή και την ομορφιά εκεί που είχε αρχίσει να παραδίδεται στα χέρια του θανάτου.
Ναι! Τελικά οι αρετές είχαν πολύ περισσότερη δύναμη από την κακία. Μπροστά στα μάτια του περιστεριού εκτυλισσόταν ένα πραγματικό θαύμα.
Αλλά και τα πουλιά στο δάσος ένιωσαν τη διαφορά. Τα δέντρα έβγαλαν νέα φύλλα και το χορτάρι άρχισε να πάλι να φυτρώνει.
Τότε όλα μαζί τα πουλιά στην κυριολεξία πέταξαν από τη χαρά τους! Αλλά αυτό που δεν είδαν εκείνα που βρίσκονταν ακόμα μέσ΄στο δάσος ήταν άλλο ένα θαύμα που παρατήρησε έκθαμβο το περιστέρι: Μέσα από τα συντρίμμια κάποια πέτρα κινήθηκε δειλά κι εμφανίστηκε από κάτω … ένα πλασματάκι!
Ήταν μια σταλιά και όχι πολύ μεγαλύτερο από το χορτάρι που το περιέβαλλε. Έμοιαζε να τα έχει χαμένα και τα μεγάλα του μάτια κοίταζαν με απορία. Εκείνη τη στιγμή πέρασε η γαλαζοπαπαδίτσα και βλέποντας το πέταξε στον κήπο, στάθηκε δίπλα του και κοίταζε μια αυτό που είχε κρυφτεί από φόβο και μια το περιστέρι. Κι όταν το περιστέρι του έγνεψε η παπαδίτσα ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτήν τη μεταμόρφωση. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο μεγάλος, πανάσχημος και δόλιος Καντζούρης που μισούσε κάθε πλάσμα και κυρίως τα πουλιά είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα τόσο δα χαριτωμένο, άκακο ξωτικό. Η παπαδίτσα γέλασε και το γέλιο της ακούστηκε σα γάργαρο νερό. Το ξωτικό τότε έχασε το φόβο του και την πλησίασε. Κι εκείνη χαρούμενη όπως ήταν πάντα από τη φύση της, αλλά ακόμα πιο χαρούμενη πλέον με όλη αυτή την αναγέννηση και αλλαγή τσάκωσε το ξωτικό με το ράμφος της, το έβαλε στην πλάτη και μαζί πέταξαν μακριά.
Οι φωτογραφίες είναι από το pixabay.com