Το Ξωτικό και το Μαγικό Αστέρι

Το παραμύθι της Μαρίας Ασπριώτη
Το Ξωτικό και το Μαγικό Αστέρι
παρουσιάστηκε από την δημιουργό
στις 15-12-2019

 

 

Η ιστορία με το Ξωτικό και το Μαγικό Αστέρι

 Γνωρίζετε τα ξωτικά; Φυσικά και τα γνωρίζετε! Το σίγουρο είναι πως τα έχετε τουλάχιστον ακουστά.  Ψηλά στο Βορρά τα λένε Tomtes, στη Γερμανία Heinzelmännchen, ενώ στους κύκλους μας τα λένε απλά ξωτικά. Μοιάζουν με μικρά ανθρωπάκια και βοηθούν ανθρώπους αλλά και ζώα. Μόνο τώρα που οι άνθρωποι προτιμούν να χρησιμοποιούν για τη βοήθεια και την εξυπηρέτησή τους λογής μηχανήματα και συσκευές όπως για παράδειγμα Computers, Laptops, Smartphones, ipods, ipads Echodots, …κλπ τα ξωτικά έχουν μείνει ουσιαστικά… άνεργα. Πολλά απ΄αυτά έχουν συνηθίσει στις νέες συνθήκες ζωής τους τόσο που τους αρέσει κιόλας η τεμπελιά. Αλλά πώς το λέει τόσο ωραία το ρητό; “Αργία μήτηρ πάσης κακίας”! Έτσι τα σημερινά, και θα λέγαμε προσαρμοσμένα ξωτικά δεν έχουν πια την παιχνιδιάρικη φύση που κάποτε τα διέκρινε, και λόγο της οποίας δημιουργούσαν τις πιο ανήκουστες τρέλες, και δεν είναι πλέον ούτε τα καλοπροαίρετα, και καλόβολα ανθρωπάκια που ανά πάσα στιγμή ήταν πρόθυμα να βοηθήσουν κάθε κάτοικο του πλανήτη, δηλ. κάθε άνθρωπο ή ζώο, εκτός κι αν δεν έπαιρναν την ανταμοιβή που όλα περίμεναν με λαχτάρα, δηλ. χυλό από νιφάδες βρώμης με σταφίδες και κανέλα! Αχ! Τα περισσότερα έχουν πλέον γίνει πεισματάρικα κι αναιδέστατα πλάσματα γεμάτα χαιρεκακία και αρέσκονται να κάθονται να τεμπελιάζουν, να κοροϊδεύουν ή ακόμα και να βλάπτουν όποιον για κάποιο λόγο τους κινήσει το ενδιαφέρον και τους φανεί αρκετά αδύναμος να αμυνθεί. Κι όσο πιο τραχιά είναι τα αστεία που κάνουν στα θύματά τους, τόσο πιο πολύ γελάνε εις βάρος τους. Τι να πει κανείς για τα ξωτικά της εποχής μας;! Ω, καιροί, ώ ήθη!

Μια φωτεινή εξαίρεση όμως ήταν ο μικρός Τίνος. Αυτός το έβλεπε ως ηθική του  υποχρέωση να βοηθάει όποιον -άνθρωπο ή ζώο- έβλεπε πως είχε ανάγκη, κι εκπλήρωνε αυτήν τη δουλειά με πολύ ευσυνειδησία, έτσι ώστε άλλα προσαρμοσμένα ξωτικά συχνά να τον περιγελούν, ναι ακόμα και να του βάζουν λογής εμπόδια στη δουλειά του και να του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Ο μικρός Τίνος αισθανόταν απέναντι σε τέτοια ξωτικά περιφρόνηση και συχνά αναπολούσε τις παλιές καλές εποχές όπου όλοι μαζί δούλευαν για έναν καλό σκοπό και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κάνουν τη ζωή όλων πιο εύκολη και πιο όμορφη. Αυτές ήταν εποχές, σκεφτόταν κάποιες στιγμές ο μικρός Τίνος και στενοχωριόταν.

Όπως καταλαβαίνετε δεν είχε φίλους ανάμεσα στα ξωτικά. Ίσα ίσα που προσπαθούσε να τα αποφεύγει, έτσι ώστε να μπορεί να κάνει τις δουλειές του με ηρεμία χωρίς παρεμβολές κι ενοχλήσεις. Κι είχε πολλά να κάνει στην πόλη όπου ζούσε. Τον τελευταίο καιρό για παράδειγμα φρόντιζε ένα σκύλο ονόματι Καίσαρα. Ο Καίσαρας είχε πέσει στην αντίληψή του όταν ήταν ακόμα ένα μικρό και γλυκύτατο κουτάβι, που για κακή του τύχη ένας μπαμπάς το είχε πάει στα παιδιά του σα χριστουγεννιάτικο δώρο. Ο Τίνος αναρωτιόταν πάντα γιατί οι άνθρωποι χαρίζουν ζώα σε μικρά παιδιά. Ναι, τα ζώα είναι σίγουρα δώρα εξ ουρανού, αλλά ακατάλληλα ως δώρα για ανεύθυνα παιδιά που δεν έχουν ιδέα από τη φροντίδα που αυτά χρειάζονται για να μεγαλώσουν υγιή κι ευτυχισμένα. Έτσι κι ο Καίσαρας έγινε παιχνίδι τους με το οποίο έκαναν ό,τι ήθελαν, κι αυτό ήταν συχνά τόσο βάναυσο κι άκαρδο που ο Τίνος συχνά σκεφτόταν να δώσει σε αυτά τα παιδιά ένα καλό μάθημα. Αλλά κάτι τέτοιο δυστυχώς το απαγόρευε ρητά το “εγχειρίδιο” των ξωτικών στο οποίο αναφέρονταν όλοι οι κανονισμοί. Αλλά κι ίδια του η αξιοπρέπεια και συνείδηση δεν του επέτρεπαν να φερθεί σ΄αυτά τα παιδιά όπως ίσως θα τους άξιζε. Κι έτσι δεν του έμενε τίποτε άλλο απ΄το να φροντίζει όσο καλύτερα μπορούσε τον καημένο τον Καίσαρα και να τον οδηγεί σε κάθε σημείο όπου ήξερε πως υπάρχει τροφή. Γιατί τα παιδιά  παραμελούσαν ως κι αυτήν τη βασική ανάγκη του σκύλου με αποτέλεσμα ο δόλιος να έχει μείνει πετσί και κόκαλο. Μαζί λοιπόν πήγαιναν βόλτα σε όλες τις αγορές και λαϊκές, σε όλα τα πανηγύρια και τις χριστουγεννιάτικες αγορές που ο Τίνος γνώριζε πολύ καλά. Εκεί υπήρχαν κάθε είδους τρόφιμα αλλά και λιχουδιές που πολύ άρεσαν στον Τίνο μας, όπως π.χ. καραμελωμένα μήλα, χμμμμ… δίπλες, αχ!, βάφλες με κάθε είδος μαρμελάδας που ο Τίνος μας τόσο λάτρευε, όπως και κάθε λογής ζαχαρωτά! Miam, miam! Και πριν μπείτε τώρα σε σκέψεις: ΟΧΙ! Το “εγχειρίδιο” των ξωτικών επιτρέπει με τη βούλα το… διακριτικό σούφρωμα! Αλλά μόνο όταν πρόκειται για πράγματα που δεν έχουν και τόση αξία για τον ιδιοκτήτη τους. Και τι αξία μπορεί να έχει ας πούμε μια βάφλα για κάποιον που φτιάχνει 100 τη μέρα! Ή ένα παραπεταμένο κολιέ από χρυσό και πετράδια (τα ξωτικά λατρεύουν ότι γυαλίζει και αστράφτει) που όμως κανείς δεν το φοράει κι έχει ξεχαστεί σε ένα κουτί?! Ή ένα παλιό ασημένιο κουτάλι το οποίο δεν χρησιμοποιεί κανείς πλέον κι είναι αλλιώς καταδικασμένο στην αχρηστία, ενώ ένα ξωτικό θα μπορούσε να απολαμβάνει το χυλό του τόσο καλύτερα με αυτό! Ναι, έχετε δίκιο αν τώρα σκεφτείτε πως οι κανονισμοί των ξωτικών είναι κάπως δύσκολοι να κατανοηθούν και να ερμηνευθούν από κάποιον άλλον. Aφήστε που αρκετά ανάμεσά τους, βλέπουν τους κανονισμούς αυτούς περισσότερο σαν οδηγίες ή απλές συμβουλές.

Αλλά ας γυρίσουμε πάλι στον Τίνο και τον Καίσαρα. Εκεί που μια μέρα κάνανε για άλλη μια φορά περιπολία στις αγορές έπεσε στην αντίληψη του Τίνου ένα μικρό αγόρι που τριγυρνούσε ολομόναχο και σκυθρωπό στην αγορά ανάμεσα στους περαστικούς. Ενώ όλοι βιάζονταν και ψώνιζαν αυτό περπάταγε αργά και με σκυφτό το κεφάλι σα να μην είχε τίποτα άλλο να κάνει. Μια τέτοιου είδους θέα δεν αφήνει ασυγκίνητο ένα καλό ξωτικό, οπότε ο Τίνος πλησίασε διακριτικά το αγόρι και σφύριξε στον Καίσαρα που ήταν πολύ απασχολημένος με το να καταβροχθίζει κάτι λουκάνικα για να τον ακολουθήσει. Αυτός πήρε τα υπολειπόμενα λουκάνικα στο στόμα κι έτρεξε. Μόλις όμως έφτασε τον Τίνο κι αντίκρισε το αγόρι η σκυλίσια καρδιά του σκίρτησε οπότε και πήγε κατευθείαν πάνω του κι άρχισε να του γλύφει τα χέρια, αφήνοντας να του πέσουν ως και τα λουκάνικα από το στόμα! Χμ, σκέφτηκε ο Τίνος με λίγη ζήλια. Ούτε με μαρμελάδα να τον είχανε αλείψει δε θα τον έγλυφε έτσι! Το αγόρι ξαφνιάστηκε, αλλά όταν είδε το σκύλο να τον γλύφει χαμογέλασε για πρώτη φορά κι άρχισε να τον χαϊδεύει. Χμ, ξανασκέφτηκε το ξωτικό, αυτό δείχνει να είναι έρωτας με την πρώτη ματιά, αλλά ανάμεσα σε αγόρι και σκύλο! Κι έμεινε να τους κοιτάζει προσεκτικά.

Το αγόρι ρώτησε τον Καίσαρα “πώς σε λένε?”, έσκυψε, κοίταξε το λουράκι στο λαιμό του και διάβασε δυνατά: “Καίσαρας!  Τί όμορφο όνομα”. Ο σκύλος τον κοίταξε κατάματα και “γουφ!” γάβγισε μια φορά σα να ήθελε να επιβεβαιώσει το όνομά του, και συνέχισε να γλύφει το αγόρι και να του κουνάει την ουρά. “Καίσαρα”, είπε το αγόρι, “εμένα με λένε Ντίνο”. Το ξωτικό τα έχασε. “Τι? Ένα μικρό ανθρωπάκι που φέρει το δικό μου όνομά? Αποκλείεται! Ανήκουστο κι ανεπίτρεπτο! Πάμε Καίσαρα, με τέτοια παιδαρέλια δε θέλουμε πάρε δώσε!” Αλλά ο Καίσαρας ούτε που σκεφτόταν να ακολουθήσει το ξωτικό που άρχισε να αφρίζει από το κακό του.

Για να μην πολυλογούμε από τη στιγμή εκείνη ο Ντίνος, το αγόρι, κι ο Καίσαρας, ο σκύλος έγιναν αχώριστοι. Και μια και τα αφεντικά του σκύλου ούτε που κατάλαβαν πως αυτός λάκισε γιατί ούτε που τον σκέφτονταν εκτός κι αν ήθελαν να τον υποβάλλουν σε κάποιο καινούργιο βασανιστήριο, που το ονόμαζαν παιχνίδι, ο Καίσαρας μετακόμισε στο διαμέρισμα που έμενε ο Ντίνος με τη μητέρα του. Και μια κι εκείνη ουδεμία αντίρρηση δεν είχε σχετικά με το νέο φίλο του γιου της, ίσα ίσα που χάρηκε που εκείνος είχε αποκτήσει ένα φίλο, κι αν αυτός είχε 4 πόδια αντί για 2 ακόμα καλύτερα, ο Καίσαρας βολεύτηκε κοντά τους, κι άρχισε να ανθίζει κυριολεκτικά τόσο με τα χάδια του μικρού όσο και με το φαΐ της μαμάς.

Αλλά παρόλο που ο Ντίνος αγαπούσε πολύ τον Καίσαρα, τον φρόντιζε και τον χάιδευε, η διάθεσή του δεν καλυτέρευε παρά μόνο σποραδικά. Κι αμέσως μετά κατέπεφτε στην ίδια μελαγχολία. Φυσικό ήταν ο Καίσαρας να ανησυχήσει πολύ και μια μέρα μάζεψε όλο του το θάρρος και βγήκε στους δρόμους για πρώτη φορά μόνος του από τότε που είχαν βρεθεί με το Ντίνο για να βρει τον Τίνο, το ξωτικό. Αυτό, αφού δεν είχε βρει ακόμα νέο project εργασίας επιδιδόταν με μεγάλη του χαρά στην αγαπημένη του απασχόληση: το σεργιάνισμα στις χριστουγεννιάτικες αγορές με όλες τις λιχουδιές που αυτές είχαν να του προσφέρουν! Εκεί λοιπόν που απολάμβανε την… ποσοστή βάφλα του κι ετοιμαζόταν να αρπάξει κι άλλη, με άλειμμα πραλίνας αυτή τη φορά, έτσι για ποικιλία, είδε ξαφνικά τον Καίσαρα να ξεπροβάλλει και του ΄πεσε η βάφλα από το χέρι (τι κρίμα!). Τόσο καλοθρεμμένος, και τόσο περιποιημένος έδειχνε ο Καίσαρας που ο Τίνος τρόμαξε να τον γνωρίσει. Τι να σήμαινε λοιπόν το ότι έτσι ξαφνικά ο σκύλος ήταν στο δρόμο ασυνόδευτος? Μήπως και τον είχαν πετάξει στο δρόμο? Αποκλείεται!

Αφού ο Καίσαρας του εξήγησε εν ολίγοις την κατάσταση, γιατί τα ζώα και τα ξωτικά ξέρετε μπορούν κι επικοινωνούν μια χαρά μεταξύ τους, ο Τίνος έπεσε σε βαθιά σκέψη. Αυτό το αγόρι φαινόταν να έχει μεγάλη ανάγκη από βοήθεια. Αυτό σήμαινε πως χρειαζόταν άμεσα ένα ξωτικό! Αυτό κι αν ήταν νέο project εργασίας! Γεμάτος αποφασιστικότητα ακολούθησε λοιπόν τον Καίσαρα ως το σπίτι του Ντίνου. Εκεί κοντοστάθηκαν οι δυο τους ώστε να ανταλλάξουν απόψεις σχετικά με το τι και πώς θα το έκαναν. Γιατί ακόμα κι αν τα παιδιά δεν μπορούν να αναγνωρίσουν και να δουν τα ξωτικά, δε θα έβλαπτε να παρθούν κάποια μέτρα πριν μετακομίσει κι ο Τίνος στο διαμέρισμα του Ντίνου. Αυτό ήταν στο ισόγειο, κι από κάτω ακριβώς από το δωμάτιο του Ντίνου βρισκόταν το υπόγειο του σπιτιού. “Τέλεια!”, σκέφτηκε ο Τίνος και βολεύτηκε κατευθείαν εκεί.  Από κει μπορούσε όποτε ήθελε να ανεβαίνει στο διαμέρισμα του αγοριού, αλλά και να τον παρατηρεί από το δρόμο, μια και το παράθυρο του δωματίου του έβλεπε προς τα κει. Και μια κι η μητέρα του Ντίνου μπορούσε ακόμα και με τα λίγα που είχαν να μαγειρεύει νοστιμότατα, όλα έμοιαζαν τέλεια για τον Τίνο το ξωτικό και τον Καίσαρα το σκύλο. Όχι όμως και για τον Ντίνο, το αγόρι. Αυτό, με εξαίρεση τις λίγες στιγμές που χαιρόταν να παίζει με τον Καίσαρα παρέμενε σκυθρωπό και μελαγχολικό και χαμένο στις σκέψεις του.

“Τέτοια μαυρίλα δεν έχω ματαδεί!” σκέφτηκε ο Τίνος κι έκανε από κείνη τη στιγμή ό,τι μπορούσε μήπως κι αλλάξει τη διάθεση του Ντίνου. Στην αρχή φαινόταν να πετυχαίνουν το σκοπό τους γιατί μόλις έμπαινε στο δωμάτιο το ξωτικό ο σκύλος άρχιζε να γαβγίζει, κι αυτό ήταν πολύ αστείο: ο σκύλος ξαφνικά και χωρίς κανένα λόγο να σηκώνεται να προχωράει στο δωμάτιο κουνώντας την ουρά και να γαβγίζει σα να χαιρέταγε κάποιον αόρατο. Ο Ντίνος πάντα γέλαγε μ΄αυτό αλλά σύντομα συνήθισε την αλλόκοτη αυτή συμπεριφορά του σκύλου και παρέμενε σκυθρωπός.

“Χμ”, σκεφτόταν τότε ο Τίνος, το ξωτικό. “Μ΄αυτόν εδώ δε θα τα βγάλω πέρα εύκολα”. Οπότε άρχισε άλλη τακτική. Ξαφνικά άρχιζε να πετάει πράγματα ολόγυρα, και να τους αλλάζει θέση. Κι αυτό ήταν αλήθεια πολύ αστείο το να βλέπει κανείς ξαφνικά τα παιχνίδια κι όλα τα πράγματα που βρίσκονταν στο δωμάτιο του Ντίνου να αποκτούν ζωή και να χορεύουν ή να πετάνε ολούθε! Ο Τίνος, το ξωτικό ήξερε γενικά όλα τα τρικ που περιγράφονταν στο “εγχειρίδιο” του, και τα χρησιμοποιούσε όλα, τόσο τα επιτρεπόμενα, αλλά για να είμαστε ειλικρινείς και κάποια μη επιτρεπόμενα! Ο σκοπός, ως γνωστόν, αγιάζει τα μέσα! Ο Ντίνος όμως εξακολουθούσε να παραμένει κλεισμένος στον εαυτό του και μελαγχολικός. Βλέποντάς τον έτσι το ξωτικό σκέφτηκε να βρει κάτι που θα βοηθούσε τον Ντίνο, το αγόρι. Αλλά μια και δεν μπορεί κανείς να βρει κάτι όταν δεν ξέρει τι ψάχνει ο Τίνος, το ξωτικό γρήγορα τα παράτησε.

Όποτε λοιπόν το αγόρι καθόταν σκεφτικό και θλιμμένο κοιτώντας έξω από το παράθυρό του, ο Τίνος κι ο Καίσαρας απλά κάθονταν δίπλα του και του έκαναν παρέα κοιτάζοντας όλοι μαζί έξω από το παράθυρο.

Ένα βράδυ, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ο Τίνος, το ξωτικό, είδε πως το αγόρι δεν κοιτούσε απλά από το παράθυρο έξω στη μαύρη νύχτα, αλλά πως κοιτούσε γοητευμένος και με ονειροπόλο ύφος προς τον ουρανό. “Μα τι κοιτάει έτσι?”, αναρωτήθηκε το ξωτικό, πήγε δίπλα του και ακολούθησε τη ματιά του αγοριού. Ά, έτσι! Κοιτάει αυτά τα λαμπυρίζοντα μπιχλιμπίδια που κρέμονται από τον ουρανό! Πώς τα λένε? Α, ναι! Αστέρια. Μα τι τους βρίσκει και τα κοιτάει έτσι?” σκέφτηκε ο Τίνος, το ξωτικό και κοίταγε απορημένος μια το αγόρι και μια τον ουρανό. Για να είμαστε ειλικρινείς, ο Τίνος, το ξωτικό είχε απελπιστεί γιατί μετά από ένα μήνα ο μικρός δεν έδειχνε καθόλου αλλαγμένος κι η διάθεσή του μάλιστα έδειχνε να χειροτερεύει αντί να καλυτερεύει. Οπότε το ξωτικό δεν ήξερε πια τι άλλο να κάνει και πώς να βοηθήσει το αγόρι, κι ήταν απογοητευμένο με την κατάσταση αυτή. Μα όλα του τα τρικ, που δεν ήταν και λίγα, να μην αποφέρουν τίποτα? Μα τι είχε πια το αγόρι αυτό?

Βλέποντάς το τώρα να κοιτάει συνεπαρμένο το αστέρια πάλι αναρωτήθηκε τι να σημαίνει αυτή η ονειροπολησία. “Μπιχλιμπίδια που αστράφτουν μέσα στη νύχτα. Αστέρια και χαζομάρες. Πφ!” είπε ο Τίνος νευριασμένος. Αλλά ξαφνικά το ξωτικό αναπήδησε. Γούφ! φώναξε ο Καίσαρας που τρόμαξε.

“Άκου, Καίσαρα! Τη βρήκα τη λύση!”, είπε ο Τίνος και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Ο Καίσαρας τον κοίταξε ξαφνιασμένος και λίγο αμήχανος. Αλλά μετά άρχισε να γαβγίζει με ενθουσιασμό κι επιδοκιμαστικά. Μετά από λίγο ο Καίσαρας καθόταν πάλι δίπλα στον Ντίνο και μαζί κοίταζαν τ΄αστέρια, ενώ ο Τίνος είχε εξαφανιστεί. Κι όσο το ξωτικό έλειπε από το σπίτι επέστρεψαν σ΄αυτό η ηρεμία, η γαλήνη… κι η μελαγχολία.

Ο Τίνος, το ξωτικό, όμως δεν είχε εξαφανιστεί. Είχε πάρει τους δρόμους έχοντας μια πολύ απλή ιδέα: αφού το αγόρι αγαπούσε τόσο τα αστέρια θα βοηθούσε σίγουρα το να του βρει και να του φέρει ένα! Αυτό ίσως να τον χαροποιούσε, και να βοηθούσε στο να μη χάσει ξανά τη χαρά του. Αλλά… πώς να το καταφέρει κανείς αυτό? Πώς κατεβάζουν ένα αστέρι από τον ουρανό? Ακόμα κι αν ένα έμπειρο ξωτικό, όπως ο Τίνος κατείχε πολλά τρικ, όπως το να γίνεται αόρατος, να δημιουργεί στροβίλους στροβιλιζόμενος, ή να εξαφανίζει αντικείμενα (κυρίως αστραφτερά και γλυκά!), ακόμα κι έτσι, πώς να  κατεβάσει κανείς ένα αστέρι από τον ουρανό και να το πάει στο αγόρι? Το σχέδιό του έμοιαζε ακατόρθωτο και κινδύνευε να αποτύχει. Αλλά πάλι, ποιος άλλος εκτός από ένα ξωτικό θα ήταν σε θέση να κάνει το αδύνατο δυνατό και να κάνει θαύματα? Έτσι σκέφτηκε ο Τίνος, αναθάρρησε και συνέχισε το δρόμο του γεμάτος ενθουσιασμό. Όπου κι αν βρισκόταν κι απ΄όπου περνούσε, δε σταματούσε να ρωτάει όποιον του φαινόταν έξυπνος και αξιόπιστος σχετικά με το πού θα μπορούσε να βρει ένα αστέρι, αλλά κανείς δεν έμοιαζε να ξέρει.  Όταν πέρασαν κάμποσες μέρες κάθισε απογοητευμένος και κουρασμένος σε μια πέτρα κι άρχισε πάλι να σκέφτεται.

“Πώς στο μαύρο τζίτζικα να βρω και να κατεβάσω από τον ουρανό ένα αστέρι? Κανείς δε μπορεί να με βοηθήσει. Κι εγώ έχω λιώσει τις σόλες μου για ένα αγόρι που δεν μπορεί ή δε θέλει να γελάσει και που μολύνει με τη μελαγχολία του ως και το όνομά μου! Γιατί τα κάνω όλα αυτά? Μπορεί απλά να χρειάζεται έναν από αυτούς τους γιατρούς, τους πώς τους λένε? Ψυχο… ιατρο… θεραπο… Το βρήκα! Ψυχοθεραπευτές! Μπράβο! Ένας τέτοιος του χρειάζεται. Κι ίσως και μια γερή δόση φάρμακα! Όπως έκαναν στο νοσοκομείο που ήμουν τότε. Αυτοί παίρνανε όλων των λογιών τα φάρμακα: μικρά, μεγάλα, στρογγυλά, μακρουλά, τετράγωνα, πολύχρωμα, άσπρα, μαύρα… κι οι νοσηλευτές τα φύλαγαν ως κόρην οφθαλμού, λες κι ήταν θησαυρός! Κι εγώ πήγα μια φορά και τους τα ανακάτεψα όλα! Χουχουχου! Τι γέλιο που είχα ρίξει τότε! Πανικός είχε πέσει στο τμήμα! Πολύ γέλιο! Ναι λοιπόν! Μια γερή δόση φάρμακα χρειάζεται. Όχι εμένα να τρέχω σαν την άδικη κατάρα να του βρω τ΄αστέρια τ΄ουρανού, να λιώνω τις σόλες μου και να γίνομαι πετσί και κόκαλο. Κοιτάξτε με πώς έχω γίνει. Ναι λοιπόν! Μια γερή δόση φάρμακα για κείνον και μια γερή δόση χυλού από την κυρία μαμά για μένα με σταφίδες και κανέλα παρακαλώ! Κοντεύω να πεθάνω της πείνας πια!”

Ο Τίνος πετάχτηκε πάνω και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Αλλά δεν είχε φτάσει πολύ μακριά όταν άρχισαν να τον κυριεύουν αμφιβολίες κι άρχισε να περπατάει όλο και πιο αργά. “Αυτοί στο νοσοκομείο όμως δεν έγιναν όλοι καλά από τα χάπια. Πολλοί γύρισαν σπίτια τους, αλλά λίγοι από αυτούς ήταν καλά. Κάποιοι ήταν και χειρότερα από πριν…” Ξαφνικά στάθηκε και τον κυρίευσε κι αυτόν η μελαγχολία με τις αναμνήσεις αυτές. Όχι, δεν ήθελε με τίποτα να περάσει το αγόρι τέτοιες καταστάσεις. Κούραση, ξεκούραση, πείνα ξεπείνα, έπρεπε να βρει ένα αστέρι και να το πάει στο αγόρι!

Ξάφνου ακούστηκε από πάνω του ένα θρόισμα, σα να φυσούσε αέρας μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων, ενώ δεν είχε καθόλου αέρα. Κοίταξε γύρω του απορημένος και ξαφνικά άκουσε μια φωνή: “Για να βρεις ένα αστέρι πρέπει να βρεις το Θεό και να Του το ζητήσεις. Αυτός είναι ο Φρουρός των αστεριών.” Κι έπειτα η φωνή εξαφανίστηκε… Ο Τίνος γύρισε και κοίταξε παντού γύρω του, χωρίς να βλέπει κάποιον ή κάτι. Η φωνή έμοιαζε να έχει έρθει από το πουθενά! Κι ο Τίνος έμεινε να απορεί ξαφνιασμένος.

“Ε! Με ακούει κανείς? Είναι κανείς εδώ? Πώς να βρω το Θεό? Εεεεεε! Μ΄ακούει κανείς? … Πού να πάρει! Τώρα στ΄αλήθεια την έχω πατήσει! Μα τι χαζός που είμαι και κάνω τέτοιου είδους σχέδια! Άκου να κατεβάσω ένα αστέρι από τον ουρανό! Και πού παρακαλώ να βρω το Θεό? Αφού αυτός δεν εμφανίζεται ποτέ! Κανείς δεν ξέρει ποτέ πού είναι ή τι κάνει ο Κύριος! Μπορεί να είναι παντού!”

Ξαφνικά ακούστηκε και πάλι η φωνή: “Πρέπει απλά να Τον παρακαλέσεις, αλλά από τα βάθη της καρδιάς σου. Ο Θεός ανταποκρίνεται μόνο σε ειλικρινείς κι αγνές παρακλήσεις.”

Ο Τίνος, ακούγοντάς το αυτό αισθάνθηκε σα να άνοιξαν ξαφνικά τα ουράνια έτσι ώστε να φτάσει η ειλικρινής παράκλησή του ως τ΄αυτιά του Θεού. Γεμάτος δέος φώναξε τότε μέσα στον ουρανό:” Σε παρακαλώ, Θεέ μου, βοήθησε με να βρω ένα αστέρι για να το πάω σ΄ένα αγόρι που το χρειάζεται επειγόντως  ώστε να ξαναβρεί τη χαρά του. Ειλικρινά Σου λέω πως το έχει απόλυτη ανάγκη!”

Ο ουρανός έμοιασε να κλείνει τις πύλες του χωρίς απάντηση στην παράκλησή του. Ο Τίνος κρέμασε στεναχωρημένος το κεφάλι και σκέφτηκε: “Τώρα στ΄αλήθεια πάνε όλα.” Και γύρισε να πάρει το δρόμο της επιστροφής με πολύ βαριά καρδιά, όταν ξάφνου άκουσε ένα “γκλινγκ, γκλανγκ!” και είδε κάτι αστραφτερό να πέφτει στο δρόμο μπροστά στα πόδια του. Το κοίταξε, το ξανακοίταξε κι έμεινε με ανοιχτό το στόμα: κάτω στα πόδια του βρισκόταν ένα αστέρι! Δεν ήταν ένας μεταλλικός δίσκος, ούτε ένα πέτρωμα που άστραφτε. Μη με ρωτάτε λεπτομέρειες, αλλά ο Τίνος ήξερε με μιας πως αυτό ήταν ένα αστέρι! Γιούπι! Ο Τίνος το άρπαξε, το φίλησε και το έβαλε στην τσέπη του. Και πάμε για το σπίτι! Στο δρόμο δε σταματούσε να ευχαριστεί το Θεό από καρδιάς. Ναι, τώρα θα πήγαιναν όλα καλά.

Όταν μετά από λίγο έφτασε πάλι στο σπίτι ο Καίσαρας τον καλωσόρισε με ενθουσιασμό. Ο Τίνος του έδειξε το αστέρι, αλλά κανείς τους δεν ήξερε τι να το κάνει. Ώσπου έπεσε το σκοτάδι, το αγόρι έπεσε να κοιμηθεί κι ο Τίνος έμεινε να κοιτάζει τα αστέρια μην ξέροντας τι ακριβώς να κάνει. Ξάφνου ένοιωσε το αστέρι στην τσέπη του να χοροπηδάει. Κι όταν το έβγαλε αυτό του είπε: “Κρέμασε με στον τοίχο πάνω από το κρεββάτι, ώστε τη νύχτα να βλέπω τα αδέρφια μου και το πρωί να με βλέπει ο ήλιος.” “Ένα αστέρι που μιλάει” σκέφτηκε το ξωτικό, “τι άλλο θα δούνε τα μάτια μας?” Το κρέμασε εκεί που το ζητήθηκε κι έμεινε να το κοιτάζει. Με μιας το αστέρι άρχισε να φέγγει με ένα πολύ γλυκό φως κατευθείαν πάνω στο αγόρι που κοιμόταν. Ο Τίνος είχε κιόλας την εντύπωση πως το αστέρι χαμογέλαγε, σα να είχε μεταμορφωθεί ολόκληρο σε ένα χαμογελαστό, γλυκό Φως. “Ουάου!” σκέφτηκε ο Τίνος κι έμεινε να το θαυμάζει με τον Καίσαρα δίπλα του. Ώσπου αποκοιμήθηκαν κι οι δυο τους τυλιγμένοι σε αυτό το όμορφο, γλυκό φως. Ο Τίνος δεν συνήθιζε να κοιμάται στο σπίτι, γιατί ενώ κανείς εκτός του Καίσαρα δεν μπορούσε να τον δει, δεν έβλαπτε να είναι κανείς προσεκτικός με τους ανθρώπους και να λαμβάνει μέτρα ασφαλείας. Αλλά τώρα αποκοιμήθηκε γλυκά δίπλα από το κρεβάτι του αγοριού χωρίς δεύτερη σκέψη. Μόνο ο Καίσαρας απέμεινε για λίγο ακόμα να κοιτάζει με αγάπη το αστέρι που έφεγγε γλυκά, ώσπου αποκοιμήθηκε κι αυτός.

Την άλλη μέρα το πρωί, ο Ντίνος, το αγόρι ξύπνησε πολύ νωρίς, δηλαδή νωρίτερα από τον Τίνο, το ξωτικό, πράγμα που δε συνήθιζε καθόλου. Ακόμα κι η μητέρα του έμεινε έκπληκτη όταν ο Ντίνος μπήκε στην κουζίνα χαρωπός, της έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο και την καλημέρισε. Παρόλη την έκπληξή της δε θέλησε όμως να τον ρωτήσει προς τι η τόσο ξαφνική αλλαγή, από φόβο μήπως του χάλαγε τελικά το κέφι. Και για να του το φτιάξει ακόμα περισσότερο βάλθηκε να του κάνει τηγανίτες. Ο Ντίνος άστραψε σε ολόκληρο το πρόσωπο γιατί οι τηγανίτες της μαμάς του ήταν οι καλύτερες κι άρχισε να τρώει τη μια μετά την άλλη δίνοντας και στον Καίσαρα το μερτικό του. Αλλά και στο διπλανό δωμάτιο η μοσχοβολιά από φρέσκες τηγανίτες ξύπνησε κάποιον: ο Τίνος άνοιξε τα μάτια, τεντώθηκε και ετοιμάστηκε να σηκωθεί και να τιμήσει τις τηγανίτες της κυρίας μαμάς όταν ξάφνου είδε το κρεββάτι του Ντίνου άδειο! “Αμάν! Πού να πήγε πρωινιάτικα αυτό το παιδί? Μήπως είχε αρχίσει τώρα και να υπνοβατεί? Έξω έβρεχε κι έκανε κρύο. Μα γιατί δεν τον ξύπνησε ο Καίσαρας? Πού είναι όλοι τους? Είναι τόσο δύσκολο να προσέχει κανείς τα παιδιά!”

Στον πανικό του έτρεξε προς την κουζίνα όπου τους είδε όλους να κάθονται χαρωποί στο τραπέζι! Ο Τίνος ένοιωσε τέτοια ανακούφιση! Παρόλ΄αυτά πήγε κατευθείαν στον Καίσαρα και άρχισε να τον κατσαδιάζει επειδή δεν τον είχε ξυπνήσει. Αλλά ο σκύλος δεν έδωσε σημασία στις επιπλήξεις του ξωτικού, παρά πήγε και άρπαξε με την άκρη των δοντιών του μια τηγανίτα από το πιάτο και την έριξε στο πάτωμα μπροστά στο ξωτικό. Ο Ντίνος κι η μητέρα του ξαφνιάστηκαν τόσο από τη συμπεριφορά του Καίσαρα που ποτέ δεν έπαιρνε κάτι από μόνος του που άρχισαν να γελούν τρανταχτά! Κι ενώ ο Καίσαρας κοίταζε με αγάπη μια τη μητέρα και μια το αγόρι και χαιρόταν που το έβλεπε επιτέλους να γελάει, κανείς δεν πρόσεξε πως η τηγανίτα στο πάτωμα γρήγορα έκανε φτερά! “Επιτέλους!” σκέφτηκε ο Τίνος, το ξωτικό μασουλώντας. Αυτό το αστέρι φαίνεται να κάνει τη δουλειά του. Και για να το γιορτάσει καταβρόχθισε με μιας περισσότερες τηγανίτες! Κανείς δεν έδωσε σημασία. Ούτε η μητέρα ούτε το αγόρι. Είχε ξαναβρεί το γέλιο και τη χαρά του. Ποιον ενδιέφεραν τα υπόλοιπα? 

Ότι συνέβη την πρώτη νύχτα επαναλήφθηκε και τις υπόλοιπες. Μόλις το αγόρι ξάπλωνε να κοιμηθεί το αστέρι άρχιζε να τον τυλίγει με το γλυκό του φως και κάθε πρωί το αγόρι ξυπνούσε όλο και πιο χαρούμενο. Σιγά σιγά μάλιστα άρχισε να αποκτά ενδιαφέροντα, ακόμα και φίλους. Οι συμμαθητές του και τα γειτονόπουλα άρχισαν να τον γνωρίζουν καλύτερα και να εκτιμούν την καλή του καρδιά και τα ταλέντα του. Κι η μητέρα του δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευτυχισμένη και περήφανη για το γιο της. Ο Καίσαρας επίσης χαιρόταν με αυτήν την αλλαγή και τραβολογούσε τον Ντίνο να τον βγάζει βόλτα, οπότε οι δυο τους γνώριζαν κι άλλα πολλά παιδιά κι έκαναν πολλές παρέες και τρελά παιχνίδια.

Μερικές βδομάδες πέρασαν έτσι, κι ο Ντίνος δεν ήταν ποτέ καλύτερα, η μητέρα του ποτέ πιο ευτυχισμένη κι ο Καίσαρας ποτέ πιο χαρούμενος. Κι ο Τίνος, το ξωτικό? Αυτό χαιρόταν βέβαια αλλά είχε αρχίσει να έχει αμφιβολίες. Τι κι αν ξαφνικά έφευγε το αστέρι? Τι θα γινόταν μετά ο μικρός? Θα μπορούσε να διαρκέσει αυτή η αλλαγή, ή θα ήταν παροδική? Πλησίαζαν Χριστούγεννα όπου ο Τίνος είχε ακούσει διάφορες ιστορίες για αστέρια που εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν πάλι και με το δίκιο του φοβόταν.

Ώσπου μια νύχτα όταν το αγόρι είχε αποκοιμηθεί, το αστέρι τους είπε: “Αύριο το βράδυ θα επιστρέψω σπίτι μου.” Ο Τίνος κι ο Καίσαρας κοκάλωσαν.

“Τι?” Είπε το ξωτικό. “Θες να μας εγκαταλείψεις? Να εγκαταλείψεις το αγόρι πάνω που πάει τόσο καλά? Τι θα απογίνει μετά? Θα ξαναπέσει στην παλιά του μελαγχολία. Κι εμείς τότε τι θα κάνουμε? Πώς να τον βοηθήσουμε?”

“Το αγόρι είναι καλά” αποκρίθηκε το αστέρι. “Έχει βρει το δρόμο του και χωρίς εμένα θα εξακολουθήσει να βρίσκει την ισορροπία του και να χτίζει την αυτοπεποίθησή του. Εξάλλου έχει τον Καίσαρα κοντά του.”

“Γουφ!”, απάντησε αυτός. Αλλά το ξωτικό δεν πειθόταν τόσο εύκολα.

“Αύριο τη νύχτα θα επιστρέψω σπίτι μου” είπε ξανά το αστέρι κι έστειλε μια αχτίδα από φως  πάνω στο ξωτικό και το αποκοίμισε γλυκά.

Την επόμενη νύχτα τόσο ο Καίσαρας όσο κι ο Τίνος περίμεναν με αγωνία το τι θα γίνει. Και μόλις ο Ντίνος έπεσε να κοιμηθεί το αστέρι άρχισε να φέγγει πάνω του με το πιο όμορφο φως του. Όλα είχαν τυλιχτεί σ΄ένα άσπρο, απαλό φως και ολόκληρο το δωμάτιο έμοιαζε να λάμπει. Ο Καίσαρας και ο Τίνος απλά το κοιτούσαν με θαυμασμό.

Ξαφνικά μια αχτίδα φωτός έπεσε στον Καίσαρα και το αστέρι του είπε: “έχεις πολύ καλή και πιστή καρδιά. Θα ζήσεις ακόμα πολλά χρόνια εδώ ευτυχισμένος.” Μετά έστρεψε το φως προς το ξωτικό και του είπε: ”Αποκάλεσες κάποτε εμάς τα αστέρια “μπιχλιμπίδια που λαμπυρίζουν”. Τώρα ήρθε η ώρα να σου πω ποιοι είμαστε μια κι εκπλήρωσες κι αυτή σου την αποστολή με ευσυνειδησία κι ειλικρίνεια. Είμαστε όλοι μας ψυχές και φέγγουμε στη γη κάθε νύχτα ώστε καθένας να μπορεί να βρει ανακούφιση κι ελπίδα στο φως μας. Όταν το αγόρι έχασε τον πατέρα του άρχισε να κοιτάζει τ΄αστέρια με την ελπίδα να τον βρει κάπου στον ουρανό. Αλλά μια κι αυτό είναι αδύνατο άρχιζε να θλίβετε όλο και περισσότερο.

“Εσύ είσαι λοιπόν η ψυχή του πατέρα του?” ρώτησε το ξωτικό.

“Όχι” απάντησε το αστέρι. “Εγώ είμαι το δώρο που έκανε ο Θεός σ΄εσένα μετά από την ειλικρινή σου παράκληση και σου ανήκω μέχρι που να γίνεις ο ίδιος αστέρι. Ξέρεις, τα ξωτικά είναι γήινα πλάσματα και μπορούν να ζήσουν για πολλές εκατοντάδες χρόνια. Αλλά αν με τα καλά τους έργα δεν αποκτήσουν δική τους ψυχή κάποια στιγμή απλά χάνονται όπως τα φύλλα των δέντρων. Μόνο ένα ξωτικό που έχει εκτελέσει με συνέπεια κι υπευθυνότητα κάθε αποστολή του έχει δικαίωμα να αποκτήσει δική του ψυχή. Και με αυτή σου την αποστολή εσύ κέρδισες αυτό το δικαίωμα. Ξέρεις, οι ψυχές είναι άφθαρτα αστέρια που φέγγουν με το αγνό τους φως στη γη δίνοντας ελπίδα σε κάθε πλάσμα. Γιατί το φως τους αυτό εμπνέει εμπιστοσύνη και μπορεί να καθοδηγήσει όσους έχουν χάσει το δρόμο τους, και μάλιστα απευθείας στο Θεό. Όταν κάποιος έχει μεταμορφωθεί σε τέτοιο αστέρι ανήκει στους λίγους κι  εκλεκτούς  που όντας στον ουρανό μπορούν να βοηθήσουν και να κάνουν τον καθέναν ευτυχισμένο με το φως τους. Θέλεις να γίνεις κι εσύ τέτοιο αστέρι? Τέτοια ψυχή?”

“Ε?” ήταν το μόνο που μπόρεσε να αποκριθεί το ξωτικό. Κοίταζε το αστέρι κι αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν να γίνει κι εκείνος ένα. Και αφέθηκε στο να σκέφτεται πώς θα ήταν να φέγγει από τον ουρανό, εκείνος, σα λαμπερό αστέρι…

“Γουφ!” τον επανέφερε πίσω στην πραγματικότητα ο Καίσαρας. Ο Τίνος σκέφτηκε λίγο, κοίταξε ξανά το αστέρι και μετά είπε: “Ναι! Θέλω να γίνω κι εγώ ένα αστέρι που θα χαρίζει στον καθέναν το φως του. Ξέρετε, αυτό θα με γλυτώσει από πολύ δουλειά στο μέλλον. Αφού δε θα χρειάζεται πλέον να τρέχω πίσω από τον καθέναν για να τον βοηθάω. Αφήστε που από κει πάνω θα έχω πολύ καλύτερη θέα, οπότε θα μπορώ πολύ πιο εύκολα να αναγνωρίζω ποιος χρειάζεται τη βοήθειά μου.”

Το αστέρι του χαμογέλασε αντί να του απαντήσει. Και πριν ο Καίσαρας καταλάβει καλά καλά τι έγινε εξαφανίστηκαν με μιας τόσο το αστέρι όσο και το ξωτικό! Κι έμεινε να απορεί ο καημένος με το πού εξαφανίστηκαν όλοι τους, οπότε έτρεξε προς το παράθυρο και τι να δει? Μια δέσμη φωτός απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τη γη ώσπου έφτασε στον ουρανό κι άρχισε να λαμπυρίζει. Ένα νέο αστέρι είχε γεννηθεί εκείνη τη νύχτα! Ο Καίσαρας έμεινε να το κοιτάει ώσπου η κούραση κι οι συγκινήσεις τις ημέρας τον έκαναν ν΄αποκοιμηθεί.

Από εκείνη την ημέρα όλοι έζησαν ευτυχισμένοι. Και κάθε βράδυ όταν ο Καίσαρας συνόδευε τον Ντίνο στο κρεββάτι, μια κι ήταν εκείνος τώρα πια αποκλειστικά υπεύθυνος γι΄αυτόν, κι ο μικρός αποκοιμόταν, κοίταζε με νοσταλγία τον ουρανό με όλα του τ΄αστέρια προσπαθώντας να βρει ανάμεσά τους τον φίλο του τον Τίνο. Συνήθως δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα και τα μάτια του χάνονταν στο φως των αστεριών. Αλλά μερικές φορές, και γι΄αυτό ο Καίσαρας ήταν απόλυτα βέβαιος, ένα μικρό αστέρι άρχιζε να λαμπυρίζει στα κλεφτά σα να του έκλεινε παιχνιδιάρικα το μάτι!