Το μυστικό των Χριστουγέννων

Το παραμύθι της Μαρίας Ασπριώτη
Το μυστικό των Χριστουγέννων
παρουσιάστηκε στις 22-12-2024

 

Το μυστικό των Χριστουγέννων

Μια φορά κι έναν καιρό που ο κόσμος ζούσε κι έτρεχε με τους δικούς του αλλόκοτους ρυθμούς, ο Ήλιος, το αστέρι της αιώνιας φωτιάς και θέρμης,  παρατήρησε πως ο κόσμος στη γη ήταν πολύ στεναχωρημένος και πως  πράγματα όπως αδικίες, πόλεμοι, φτώχεια, πείνα, αρρώστιες όλων των ειδών  είχαν πλέον κυριαρχήσει στον πλανήτη. Αναρωτήθηκε λοιπόν πώς ήταν δυνατόν  αυτός ο κόσμος να υποφέρει τόσο πολύ αφού εκείνος τον φώτιζε και του  πρόσφερε απλόχερα την έμφυτη κι αιώνια θέρμη του από τότε που υπήρχε στο σύμπαν.
Γεμάτος απορία άρχισε λοιπόν να παρατηρεί τον κόσμο πιο προσεκτικά. Και τι  είδε; Πως όλοι υπέφεραν γιατί ζούσαν με το δικό τους απερίσκεπτο τρόπο θεωρώντας το φως του ήλιου δεδομένο, αλλά αντικαθιστώντας το κιόλας με άλλα  μέσα ώστε να μπορούν να δουλεύουν, να διασκεδάζουν και γενικά να ζουν μέρα  νύχτα αδιάκοπα.
“Αυτό είναι παράλογο” σκέφτηκε ο Ήλιος. “Η μέρα είναι για να δουλεύεις, το βράδυ για να χαλαρώνεις και η νύχτα για να ξεκουράζεσαι. Τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι; Και γιατί θέλουν και νομίζουν πως μπορούν να αντικαταστήσουν το φως μου;” σκέφτηκε λίγο προσβεβλημένος. Κι έμεινε να απορεί και συνέχισε να  παρατηρεί τους ανθρώπους από κοντά. Ωστόσο μιας κι η κατάσταση στη γη όχι μόνο δεν καλυτέρευε αλλά χειροτέρευε κιόλας, κάποια στιγμή κι αφού  συλλογίστηκε πολύ, με βαριά καρδιά πήρε μιαν απόφαση. Και πριν το ξημέρωμα,  όπου το Φεγγάρι και τ’ αστέρια αποτραβήχτηκαν από τον ουρανό κι εκείνος ακόμα δεν είχε ανατείλει, συναντήθηκε μαζί τους και τους ανακοίνωσε την απόφαση του:

“Φίλοι μου, δεν ξέρω αν παρατηρήσατε κι εσείς πως ο κόσμος στη γη ζει μέσα στη σύγχυση. Ο άνθρωπος έχει φέρει τ’ απάνω κάτω, έχει κάνει τη νύχτα μέρα, το καλοκαίρι χειμώνα και δεν μας εκτιμά πλέον. Ούτε εσάς που δίνετε το φως σας τη νύχτα, αλλά ούτε κι εμένα. Κι όπως θα παρατηρήσατε νομίζουν πως μπορούν να μας αντικαταστήσουν όλους!” 

Πολλά από τ’ αστέρια συμφώνησαν, και το Φεγγάρι είπε πως απορεί που τη νύχτα οι άνθρωποι σπάνια κοιμούνται. Και χασμουρήθηκε από τη νύστα. Γιατί, όπως θα ξέρετε, το Φεγγάρι κοιμάται και ξεκουράζεται τη μέρα, όπως και τ’  αστέρια.

“Με αυτόν τον τρόπο όμως”, συνέχισε ο Ήλιος, “έχει καταφέρει να απορρυθμιστεί  όχι μόνο ο ίδιος αλλά κι ολάκερη η φύση. Μόνο εμείς δεν υπακούμε στους δικούς του ρυθμούς και τις παράλογες απαιτήσεις του. Νομίζω πως είναι ώρα να  δώσουμε στον άνθρωπο ένα μάθημα, μιας κι εμείς, ως Φώτα του Σύμπαντος λειτουργούμε ανεξάρτητα από αυτόν.”

Τ’ αστέρια και το Φεγγάρι κοιτάχτηκαν κι απόρησαν τι μάθημα θα μπορούσαν αυτά να δώσουν στον άνθρωπο.Είπε λοιπόν ο Ήλιος: “Σε μια βδομάδα εγώ θα αποτραβηχτώ από τον ουρανό!” Κι έμειναν όλοι εμβρόντητοι! Τι; Ο Ήλιος να εγκαταλείψει τον ουρανό; Ανήκουστο! Και τι θα απογινόταν το Φεγγάρι και τ’ αστέρια αφού κι αυτά από το δικό του φως δανείζονταν για να μπορούν να φέγγουν τη νύχτα; Αυτό σήμαινε πως ο κόσμος, όχι, ολάκερο το σύμπαν θα βυθιζόταν στο απόλυτο σκοτάδι! Αυτό θα σήμαινε το Τέλος… Καταστροφή…

Όλοι κοίταζαν τον Ήλιο αποσβολωμένοι, ανήμποροι να αντιταχθούν σ’ αυτό το ανώτατο Φως του σύμπαντος, ή να εκφράσουν κάποια γνώμη. Απόλυτη σιωπή απλώθηκε τότε σε ουρανό αλλά και γη. Οι άνθρωποι όμως ούτε που πήραν χαμπάρι, γιατί με τόση φασαρία που έκαναν πώς να ακούσουν ή να αφουγκραστούν τα λόγια του σύμπαντος; 

Επειδή όμως η Φύση και τα ζώα μπορούν, παρόλη τη φασαρία κι αναταραχή που φέρνει παντού ο άνθρωπος, τα νέα γρήγορα διαδόθηκαν από δέντρο σε δέντρο, από λουλούδι σε λουλούδι, από πουλί σε πουλί, κλπ. Και σιγά σιγά, όσο διαδιδόταν το νέο, τόσο απλωνόταν παντού ένα αίσθημα τρόμου. Κι όλα σταδιακά πάγωναν από φόβο.
Ο Ήλιος που παρατηρούσε τα πάντα και είδε το φόβο να απλώνεται σα βαριά
λάσπη που τα καταπίνει όλα, έκανε μια ερώτηση, θέλοντας να δώσει μια ευκαιρία σε όσους πίστευαν πως ο άνθρωπος άξιζε ακόμα και σ’ αυτήν του την κατάσταση να του παρέχεται φως: “Όταν εγώ αποχωρήσω, θέλει μήπως κάποιος να με αντικαταστήσει;”
Όσο εμβρόντητοι έμειναν όλοι μαθαίνοντας την απόφαση του να αποχωρήσει από τον ουρανό, άλλο τόσο σοκαρίστηκαν από τούτη την ερώτηση του Ήλιου! Να αντικαταστήσει κάποιος τον Ήλιο; Αδύνατον! Ακόμα και το Φεγγάρι δανειζόταν Φως από εκείνον, οπότε δε θα μπορούσε ούτε καν αυτό να τον αντικαταστήσει, αφού το φως που είχε ως τώρα αντλήσει δε θα έφτανε για πολύ.

Όλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους αμήχανοι. Κάποιοι σκέφτηκαν πως ο Ήλιος ίσως να τους δοκίμαζε θέλοντας να δει αν κάποιος ήταν τόσο αδαής, αλλά συνάμα και τόσο θρασύς για να τα βάλει μαζί του! Οπότε κανείς δεν τόλμησε να αποκριθεί κι όλοι λούφαξαν και μαζεύτηκαν.

Κι η μέρα που ο Ήλιος αποχώρησε έφτασε! Κι ενώ όλοι σε γη και ουρανό αναρωτιόνταν τι θα γίνει, κι ο καθένας έλεγε τη δική του γνώμη κι επικρατούσε παντού απόλυτη σύγχυση, ξαφνικά… από κάπου ακούστηκε μια μικρή φωνή  ανάμεσα στη φασαρία των ανθρώπων και την ταραχή της Φύσης να λέει:
“Αν όλοι συμφωνείται, θα προσπαθήσω εγώ να αντικαταστήσω τον Ήλιο όσο εκείνος θα λείπει.”
Κι όλοι άρχισαν με μιας να ψάχνουν από πού έρχεται τούτη η φωνή! Ποιος ήταν αυτός που νόμιζε πως θα μπορούσε να αντικαταστήσει ολόκληρο Ήλιο; Κι ενώ όλοι έψαχναν από πού ερχόταν αυτή η φωνούλα, ακόμα κι ο ίδιος ο Ήλιος τ΄ άκουσε κι έγειρε μια στιγμή για να βρει σε ποιον ανήκε η φωνή, κι εκεί που επικρατούσε σκοτάδι έπεσε μια μικρή ηλιαχτίδα στη γη. Και τι να δει; Ένα μικρό, ισχνό κεράκι που το φως που σκόρπιζε ίσα που φαινόταν! Θαρρείς πως όλη η Φύση τότε ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια! Όλοι κοίταζαν το κεράκι και γέλαγαν με το θράσος και τη χαζομάρα του! Άκου να θέλει να το παίξει Ήλιος! Το κερί !

Μα τα’ χει τελείως χαμένα; Και χωρίς άλλο περίμεναν πως ο Ήλιος θα το έβαζε  στη θέση του, πως σίγουρα θα του επέβαλλε γερή τιμωρία για το θράσος του  αυτό ! Ίσως κιόλας να μην του επέτρεπε ποτέ πια να βγάλει φως… Θα του άξιζε !
Ακούς εκεί ! Κι όλοι γέλαγαν, ή προσπαθούσαν να το συνετίσουν.

“Μα πώς θέλεις εσύ με το αχνό φωτάκι σου να λάμψεις στη γη όλη; Πώς θα φωτίσεις όλους τους ανθρώπους; Τι φως θα δώσεις στο Φεγγάρι και τ’ αστέρια; Είναι αδύνατον! Ξέχνα το πριν τ΄ακούσει ο ίδιος ο Ήλιος!”
Το κεράκι όμως επέμενε. Και με θάρρος είπε απλά πως αν ο Ήλιος δεν είχε αντίρρηση, αυτό θα έκανε ότι καλύτερο μπορούσε για να τον αντικαταστήσει. Τότε όλοι απομακρύνθηκαν από το κεράκι, γιατί δεν ήθελαν ο Ήλιος να νομίζει πως δέχονταν μια τέτοια πρόταση που λίγο πολύ θα σήμαινε πως πίστευαν πως το φως ενός κεριού μπορούσε να αναμετρηθεί με το δικό του.

Ωστόσο αυτός απλά έγειρε πάνω από το κεράκι το κοίταξε με προσοχή και μετά ρώτησε όλους τους άλλους:
“Αν νομίζετε πως το φως αυτού του κεριού δεν είναι δυνατόν να με αντικαταστήσει, θέλει μήπως κάποιος άλλος να προσπαθήσει;”
Σιωπή.
“Κάποιο μεγάλο αστέρι η πλανήτης ίσως;”
Σιωπή.
“Μπορεί να θέλετε πολλοί μαζί να λάμπετε ταυτόχρονα. Έτσι θα σκορπάτε περισσότερο φως.”
Και πάλι σιωπή.
Όλοι είχαν την ίδια σκέψη. Ότι το φως του Ήλιου ότι και να γίνει, ότι και να έκαναν, απλά είναι αναντικατάστατο.Τότε ο Ήλιος αντί να επιπλήξει το κεράκι, ή να το τιμωρήσει για το απόλυτο θράσος του, απλά έγειρε ξανά από πάνω του, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και με το δικό του Φως το έκανε να λάμψει! Το κερί δάκρυσε από ευγνωμοσύνη κι υποσχέθηκε σιωπηλά πως θα έκανε τα αδύνατα δυνατά για να κρατήσει το Φως στον κόσμο. Ο Ήλιος τότε πάλι έγνεψε και ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω αποχαιρέτησε τους πάντες κι άρχισε να αποχωρεί σιγά σιγά.
Κι απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο, μέχρι που χάθηκε πια ολότελα
από τον ουρανό. Αλλά οι άνθρωποι δεν έδωσαν καμία σημασία, καθώς έπεφτε η νύχτα. Το θεωρούσαν δεδομένο πως σε κάποιες ώρες ο Ήλιος θα ανέτειλε ξανά για να τους χαρίσει και πάλι το Φως του.

Όμως την άλλη μέρα ο Ήλιος δεν ανέτειλε, και όταν και το Φεγγάρι και τ΄ αστέρια αποτραβήχτηκαν κι αυτά έπεσε βαθύ σκοτάδι στη γη. Οι άνθρωποι τότε ανήσυχοι με αυτό το φαινόμενο, και θεωρώντας πως όχι μόνο ήταν δεδομένο πως ο Ήλιος θα ανατείλει αλλά και δικαίωμα τους να τους παρέχει το Φως του, αποτάθηκαν σε επιστήμονες λογής λογής: αστροφυσικούς, αστρονόμους, αστρολόγους, μετεωρολόγους, κλπ, κλπ. Αλλά κανείς από όλες αυτές τις αυθεντίες στο τομέα τους δεν μπόρεσε να δώσει απάντηση στο ερώτημα που μετά από λίγες μέρες βασάνιζε όλους: γιατί εξαφανίστηκε ο Ήλιος και πότε θα εμφανιζόταν και πάλι; Ή έστω τι μπορούσαν εκείνοι να κάνουν για να τον φέρουν πίσω ή έστω να τον αντικαταστήσουν.
Όλα τα λαμπρά μυαλά του κόσμου τούτου είπαν τη γνώμη τους κι οι άνθρωποι δοκίμασαν διάφορα. Καταρχήν νόμισαν πως είναι κάποιο “σκέρτσο” του Σύμπαντος και θα περάσει σύντομα. Εξάλλου αισθανόμενοι παντοδύναμοι άναβαν ότι φώτα είχαν και συνέχιζαν τον τρελό ρυθμό της ζωής τους.

Όταν όμως είδαν πως λίγο λίγο τα μέσα που είχαν στέρευαν, πως δεν μπορούσαν πλέον να επηρεάσουν τη Φύση για να τους παρέχει τρόφιμα, νερό, κλπ, κι η βιομηχανία άρχισε να παραλύει, τότε σταδιακά άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι κάτι κακό συμβαίνει που με τα δικά τους μέσα δεν μπορούσαν να το ξεπεράσουν. Και όπως το Φως, έτσι και τα τρόφιμα, το νερό ως και το οξυγόνο άρχισαν να λιγοστεύουν. Κι όσα νέα μέτρα και να έβγαζαν για το πόσο επιτρεπόταν στον καθέναν να καταναλώνει καθημερινά, για τα δισεκατομμύρια ανθρώπων στη γη απλά δεν έφταναν. Κι άρχισε απελπισία να κυριεύει τον κόσμο, και μεγάλη θλίψη.

Όλο αυτόν τον καιρό που οι άνθρωποι αρχικά ήταν σίγουροι πως σύντομα το φαινόμενο αυτό θα περάσει και πως με τα μέσα και την εξυπνάδα που διέθεταν θα μπορούσαν να ξεπεράσουν αυτό το πλήγμα, το κεράκι κράτησε την υπόσχεση του κι έφεγγε νύχτα μέρα. Αλλά έτσι εγωιστές όπως ήταν όλοι και συγχυσμένοι, δεν το παρατηρούσε κανείς τους. Ακόμα κι αν περνούσαν από δίπλα του απλά δεν του έδιναν καμία σημασία.
Όμως όταν το φως του Φεγγαριού και των αστεριών στέρεψε κι αυτό, κι η γη ολόκληρη βυθίστηκε πλέον στο απόλυτο σκοτάδι μόνο κραυγές απελπισίας άκουγες παντού.

Αλλά τότε έγινε ένα θαύμα: στο απόλυτο σκοτάδι ακόμα και το μικρότερο φως δείχνει πολύ πιο έντονο απ΄ ότι είναι. Και τότε, ώ του θαύματος, άρχισαν όλοι να παρατηρούν το κεράκι! Κι όχι μόνο δεν το κορόιδευαν πια αλλά άρχισαν να του δίνουν μεγάλη σημασία! Το λάτρευαν πλέον όλοι! Κι έρχονταν από τα πέρατα του κόσμου για να πάρουν λίγο φως από αυτό. Κι όπως ξέρετε, από το λίγο φως μπορεί να παραχθεί πολύ περισσότερο. Από ένα μοναδικό, μικρό κεράκι μπορούν να ανάψουν εκατομμύρια φώτα! Κι όπου υπάρχει φως υπάρχει κι ελπίδα, υπάρχει και πάλι θέρμη στην καρδιά.

Κι από ‘κει που επικρατούσε σκοτάδι και απόλυτη απόγνωση, πλέον άναβαν παντού όλο και περισσότερα φώτα από το ένα και μοναδικό αυτό ισχνό κεράκι! Ώσπου γέμισε ο κόσμος φώτα ! Κι όταν πια όλη η γη είχε γεμίσει, κι άστραφτε από φωτάκια που είχαν όλα δανειστεί το φως τους από αυτό το ένα κεράκι, επέστρεψαν δειλά δειλά κι η χαρά κι η ελπίδα στις καρδιές όλων.

Ο Ήλιος βλέποντας τότε αυτό το θαύμα πήρε και πάλι σιγά σιγά τη θέση του στον ουρανό! Κι έμειναν όλοι έκθαμβοι, κι από συγκίνηση έκλαιγαν και αγκαλιαζόντουσαν! Κι έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν με τ’ αναμμένα τους
κεριά, χαιρετώντας τον και υποδέχοντας τον καθώς αυτός βασιλικά ξεπρόβαλλε και πάλι στο ουράνιο στερέωμα!

Και το κεράκι, θα αναρωτηθείτε, τι κάνει; Αυτό συνεχίζει να καίει και να χαρίζει σε όποιον τα θελήσει το φως, τη θέρμη και μαζί με αυτά την ελπίδα. 

Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία με το μικρό κερί που θέλησε να αντικαταστήσει
τον ίδιο τον Ήλιο.

Η ιστορία που κρύβει μέσα της το μυστικό των Χριστουγέννων:
Ένα και μόνο φως φέρνει την ελπίδα..
Πολλά φώτα μαζί αλλάζουν ολόκληρο τον κόσμο !